συγκύτιο

συγκύτιο
το, Ν
1. βιολ. κύτταρο με πολλούς ανεξάρτητους πυρήνες, με κοινό όμως κυτταρόπλασμα, αλλ. συγκυτιακό κύτταρο ή πλασμώδιο
2. ανατ. κυτταροπλασματική μάζα με πολλούς πυρήνες, χωρίς κυτταρικά όρια, προϊόν συντήξεως κυττάρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. syncytium < συν-* + κυτίον «κουτί, μικρή θήκη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πανσποροβλάστη — η ζωολ. πολυπύρηνο σώμα τών κνιδοσπορίων που σχηματίζεται από τη συγκέντρωση πυρήνων σε ένα συγκύτιο και περιέχει δύο καλυπτήρια κύτταρα και ένα ή περισσότερα κύτταρα που είναι γνωστά ως σποροβλάστες και τών οποίων ο πυρήνας πολλαπλασιάζεται και… …   Dictionary of Greek

  • περιβλαστίδιο — το, Ν βιολ. το βλαστίδιο τών αρθροπόδων που χαρακτηρίζεται από περιφερειακό πολυπύρηνο συγκύτιο …   Dictionary of Greek

  • πλασμώδιο — το, Ν 1. βιολ. κύτταρο που περιέχει πάμπολλους πυρήνες, γνωστό και ως συγκύτιο 2. (μικρβλ.) γένος σποροζώων πρωτοζώων που προκαλεί στον άνθρωπο την ελονοσία 3. (μυκητ.) η κινητή, πολυπύρηνη, αμοιβαδοειδής, περιβαλλόμενη από κυτταρική μεμβράνη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”